top of page
Αναζήτηση

Οδηγός διαχείρισης διαζυγίου για γονείς με παιδιά από 0 έως 3 ετών.

Το διαζύγιο, ένα κουβάρι που περιπλέκονται πολλές ανάγκες διαφορετικών ανθρώπων. Ένα κουβάρι που δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις. Διότι, φοβάσαι πως υπάρχει μια πυρηνική βόμβα μέσα του, ικανή να ρημάξει καθοριστικά τις ισορροπίες της νέας και εύθραυστης -προς το παρόν- πραγματικότητας. Το διαζύγιο δεν είναι ένα συγκεκριμένο γεγονός, αλλά μια διαδικασία που αλλάζει σταδιακά και ριζικά, τόσο τα άτομα που εμπλέκονται όσο και τις οικογενειακές σχέσεις.

Ο χωρισμός των ενηλίκων

Αρχικά, οι ενήλικες έχουν να αντιμετωπίσουν την ολοκλήρωση της σχέσης του ζευγαριού. Είτε καλούνται να διαχειριστούν μία επιπόλαιη επιλογή συντρόφου, είτε μια αναντιστοιχία συμβατότητας προσωπικοτήτων και ωρίμανσης, το ζητούμενο είναι πως υπάρχει ένα «πένθος» αναφορικά με την ιδέα ενός «επιτυχημένου» γάμου. Η διαδικασία της αποεπένδυσης, που συνήθως έχει ήδη ξεκινήσει πριν από την υπογραφή του διαζυγίου, συμπεριλαμβάνει την άρνηση της παραδοχής του τέλους της σχέσης, τον θυμό για τα «λάθη» που έχουν συμβεί και την πίεση της προσαρμογής. Συνήθως, έχουν ήδη αμφίδρομα δοθεί ευκαιρίες για διαπραγμάτευση προκειμένου να διατηρηθεί η σχέση, χωρίς ωστόσο να έχουν αποβεί αποτελεσματικές. Εν τω μεταξύ, η ευφορία, η ανακούφιση και η επιθυμία για διασκέδαση διαδέχονται τη θλίψη, την απογοήτευση και την ανασφάλεια για το μέλλον και μετά την ολοκλήρωση των διαδικαστικών του διαζυγίου.

Αφότου αναγνωριστούν τα μαθήματα ζωής για τον καθένα από τους ενήλικες -στον κατάλληλο χρόνο- η λύτρωση κι η αποδοχή της κατάστασης θα οδηγήσει στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης, θα ξεκαθαριστούν τα γονεϊκά καθήκοντα και θα δοθεί χώρος για βελτίωση κι αποκατάσταση της προσωπικής ζωής του καθενός, πλέον ξεχωριστά. Ωστόσο, αν αυτή η διαδικασία δεν ολοκληρωθεί σε λογικά χρονικά πλαίσια, είναι ικανή να διαταράξει τη ψυχική ισορροπία όλων των μελών της οικογένειας.


Το κακό διαζύγιο

Περίπου το 1/3 των διαζευγμένων ζευγαριών αναφέρουν υψηλά επίπεδα εχθρότητας και διαφωνίας, σχετικά με την καθημερινή φροντίδα των παιδιών, ακόμα και αρκετά χρόνια μετά τον χωρισμό. Καθώς επίσης, και το 1/4 των ζευγαριών ξεκινά έντονες και συνεχείς δικαστικές διαμάχες. Οι λόγοι που συνήθως δυσκολεύουν δυο ανθρώπους να χωρίσουν οριστικά είναι είτε ένας τραυματικός χωρισμός, είτε η ψυχική ανωριμότητα των ενηλίκων που αναζωπυρώνεται εξ αιτίας του αποχωρισμού, λόγω του επερχόμενου διαζυγίου. Έτσι, γαντζώνονται είτε επάνω στο παιδί, είτε στον/ην πρώην σύζυγο, προσπαθώντας να γεμίσουν με αυτόν τον τρόπο το φυσιολογικό εσωτερικό κενό του χωρισμού. Μερικοί από αυτούς το βιώνουν τόσο έντονα, που ακόμα και η επίσκεψη του παιδιού στον άλλον κηδεμόνα βιώνεται ως εγκατάλειψη. Άλλοι γονείς κινούνται εντελώς αυτόνομα σε σχέση με το παιδί εκφράζοντας ταυτόχρονα, είτε έμμεσα είτε άμεσα στο παιδί, την επιθετικότητα τους προς τον άλλον γονέα. Επομένως, αρκετές φορές η ψυχική ανωριμότητα του ενήλικα παρεμποδίζει την ομαλή διαχείριση του διαζυγίου και οδηγεί στον θυμό, στην καχυποψία, στις λεκτικές διαμάχες, στη δυσκολία συνεργασίας και συναισθηματικής φροντίδας των παιδιών, στην έκθεση των παιδιών στη συνεχή δυσφορία, γκρίνια και μιζέρια του γονέα, καθώς και στις δικαστικές διαμάχες και στην αντιδικία προκειμένου να υπάρχει ένας τρόπος διατήρησης αυτού του δεσμού, ακόμα και αν αυτός είναι αυτοκαταστροφικός.

Σε αρκετές περιπτώσεις, τόσο ο ενήλικας όσο και το περιβάλλον του αντιλαμβάνεται το διαζύγιο ως αυτοταπείνωση μεταφέροντας και υπονοώντας στο παιδί την ανικανότητα του άλλου γονέα για κηδεμονία, σε αντίθεση με την εξιδανικευμένη ικανότητα του ιδίου. Σε αυτές τις περιπτώσεις αρκετά συχνά εκφράζονται, με υποτίμηση, ατάκες τύπου «ίδια η μάνα σου είσαι», «κοίταξε, μην γίνεις σαν τον πατέρα σου». Το γεγονός αυτό προκαλεί έντονη σύγχυση και ενοχές στο παιδί, δεδομένου ότι το ίδιο είναι καρπός αυτών των δύο συγκεκριμένων ανθρώπων. Στην ακραία -εντούτοις συχνή- μορφή αυτής της αυτοταπείνωσης, οι γονείς φέρονται τιμωρητικά και ψυχρά απέναντι στο παιδί, σε περίπτωση που εκείνο εκφράσει θετικά συναισθήματα προς τον άλλον γονέα ή προς τον/τη σύντροφό του. Στην προκειμένη περίπτωση στο παιδί προκαλείται έντονη εσωτερική διαμάχη, σύγχυση και ενοχές, σκεπτόμενο ότι αν ικανοποιήσει τον έναν γονιό θα πληγώσει τον άλλον.

Επομένως, σε ένα «κακό διαζύγιο» ο ένας τουλάχιστον γονιός φέρεται εντελώς αυτόνομα, παίρνει μονομερείς αποφάσεις σε σχέση με τα παιδιά εκφράζοντας ταυτόχρονα έντονη εχθρότητα για τον άλλον γονέα. Εδώ, οι ενήλικες φαίνεται ότι αδυνατούν να αντέξουν τη θλίψη και το κενό του χωρισμού και επιλέγουν την αντιδικία και τις διαμάχες για να γεμίσουν αυτό το κενό και να βρουν έναν λόγο ύπαρξης. Στις οικογένειες αυτές επικρατεί τόσο λεκτική όσο και μη λεκτική βία, που εκφράζεται μέσω υποτίμησης, απειλών, βρισιών, κακίας και σπρωξίματος, χτυπήματος, ξυλοκοπήματος, αντίστοιχα. Οι ενήλικες οδηγούνται σε έντονες διχαστικές διαμάχες, σε συχνή λεκτική κακοποίηση, σε δυσκολία στην επικοινωνία και συνεργασία αναφορικά με τη φροντίδα των παιδιών -ακόμα και αρκετά χρόνια μετά τον χωρισμό-, σε αδυναμία φροντίδας των αναγκών των παιδιών, αφού η ενασχόλησή τους περιορίζεται στις δικές τους ανάγκες για την εκφρόρτιση του θυμού και της θλίψης, αδυνατώντας έτσι να προστατέψουν τα παιδιά τους από τη δική τους συναισθηματική ένταση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συχνά αναπτύσσονται φοβίες συνωμοσίας και εκμετάλλευσης, παρανοϊκός ιδεασμός. Οι ενήλικες είναι καχύποπτοι, ψυχροί και θυμωμένοι. Συχνά, τιμωρούν, εγκαταλείπουν, απορρίπτουν και εκδικούνται τα παιδιά, όταν εκφράζουν την ανάγκη να έρθουν κοντά στον άλλον γονέα ή όταν φέρονται φιλικά προς αυτόν.

Μια άλλη εκδοχή «κακού διαζυγίου» είναι ο αμιθυμικός χωρισμός. Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει ασαφές οικογενειακό πλαίσιο. Δεδομένου ότι το 1/4 των ενηλίκων πιστεύει πως υπάρχει περιθώριο διάσωσης του γάμου, καθώς επίσης και το 1/3 δηλώνει προθυμία επίσκεψης σε οικογενειακό σύμβουλο -προκειμένου να συνεχιστεί η σχέση του ζευγαριού-, υπάρχει λοιπόν ένα ποσοστό ζευγαριών που είναι είτε ανέτοιμοι και ανώριμοι, είτε απρόθυμοι να χωρίσουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το οικογενειακό πλαίσιο να είναι ασαφές. Για παράδειγμα, όταν ένας από τους δύο γονείς έχει συνάψει μια άλλη συντροφική σχέση, τα γιορτινά τραπέζια μοιράζονται υπό αυτές τις συνθήκες. Ενώ, αν δεν έχει, μοιράζονται με την προηγούμενη μορφή της οικογένειας, μητέρα-πατέρας-παιδιά. Σε αυτήν την περίπτωση των κυριακάτικων ή γιορτινών τραπεζιών προκαλείται στο παιδί σύγχυση και ίσως φρούδες ελπίδες επανένωσης. Αρκετά συχνά και για οικονομικούς λόγους μοιράζονται ακόμα και το ίδιο σπίτι, ενώ άλλες φορές ανακοινώνεται πρόωρα το διαζύγιο στα παιδιά, αλλά η υλοποίησή του καθυστερεί ή δεν έρχεται ποτέ, γεγονός που επίσης τα εγκλωβίζει σε μία συνεχή τραυματική και ατέρμονα δυσάρεστη διαδικασία. Τέλος, όταν δεν τηρείται ξεκάθαρα το πρόγραμμα επισκέψεων του γονέα, καθώς επίσης και τα γονεϊκά του καθήκοντα, προκαλείται έντονη απογοήτευση στο παιδί.

Επομένως, στην περίπτωση ενός «κακού διαζυγίου», μιλούμε για πολλαπλή θυματοποίηση των παιδιών. Η συνήθης αντίδραση τους είναι το συναισθηματικό πάγωμα, η έντονη προσπάθειά τους να αποσπάσουν την προσοχή των γονιών με αταξίες, η προσπάθειά τους να τους ευχαριστούν με την υποβολιμότητά τους, η αντιστροφή των ρόλων –γίνονται εκείνα ο κηδεμόνας του γονέα ή των αδερφών τους-, παθαίνουν κάτι τα ίδια –ατύχημα, αρρώστια- και σε περίπτωση βίας είτε μπαίνουν στη σκηνή προκειμένου να τους σταματήσουν είτε αποχωρούν. Συνήθως, μεταγενέστερα αναγνωρίζεται στα παιδιά το τραύμα που τους προκαλεί υπερδιέγερση, που μειώνει τη διάρκεια και χαλάει την ποιότητα του ύπνου τους, που διαταράσσει άλλες βιολογικές λειτουργίες, προκαλώντας έτσι την εμφάνιση σωματικών, μαθησιακών και γνωστικών δυσκολιών. Ωστόσο, το διαζύγιο έχει διαφορετική επίδραση στο παιδί, ανάλογα με την ηλικία του, συνεπώς και χρειάζεται αντίστοιχη αντιμετώπιση.

Το καλό διαζύγιο

Σύμφωνα με τη Φρανσουάζ Ντολτό υπάρχει τρόπος επίτευξης ενός «καλού διαζυγίου». Αρχικά, έχοντας διευθετηθεί όλα τα παραπάνω χρειάζεται να διασφαλιστεί ρητά η συνέχεια εαυτού στο παιδί, ανεξαρτήτου ηλικίας. Προκειμένου να συνεχίσουν τα παιδιά να έχουν εμπιστοσύνη στους ενήλικες θέλουν ασφάλεια και προβλεψιμότητα. Άρα, χρειάζονται έγκαιρη ενημέρωση σχετικά με το διαζύγιο, όταν θα είναι πλέον σίγουρη η απόφαση των γονέων, προκειμένου να τους γνωστοποιηθεί ξεκάθαρα τι αλλάζει στη ζωή τους και να προετοιμαστούν μαζί με τους γονείς τους για αυτό. Επομένως, χρειάζεται μια σταδιακή ενημέρωση και προετοιμασία σχετικά με το επερχόμενο διαζύγιο και ξεκάθαρα να εκφραστούν οι αλλαγές, που θα επέλθουν στη ζωή των μελών της οικογένειας. Είναι σημαντικό στην αναγγελία του χωρισμού να γίνεται ξεκάθαρη η πρόθεσή τους να χωρίσουν, εκφράζοντας λέξεις όπως «διαζύγιο και χωρισμός» παρά «δουλειά, ταξίδι, προσωρινή μετακόμιση».

Εξίσου σημαντικό είναι να παραδεχτούν οι γονείς πως δεν είναι τέλειοι και να δηλώσουν ξεκάθαρα στο παιδί πως δεν μετανιώνουν που το ίδιο γεννήθηκε, μιας και «είναι η επιτυχία αυτού του ζευγαριού», καθώς επίσης να πουν στο παιδί πως δεν επιθυμούν ως ζευγάρι ο ένας τον άλλον πια, για να αρχίσει να χτίζεται απλά και καθαρά το νέο πλαίσιο στο μυαλό του παιδιού. Οι ενήλικες πρέπει να το λάβουν σοβαρά, ούτως ώστε να μην διαμελιστούν τα παιδιά κατά τη διαδικασία της διάλυσης της οικογένειας. Τα παιδιά, επί της ουσίας, καλούνται να αναδιαμορφώσουν τη δυναμική της εξέλιξής, μετά από τη δοκιμασία του διαζυγίου. Να μπορέσουν να στηριχτούν ξανά για να αποκαταστήσουν την αυτονομία τους, να μην προσκολληθούν υπερβολικά στον γονιό, ούτε να κάνουν φυγή στον εσωτερικό τους κόσμο, εγκαταλέιποντας συχνά και τις μαθησιακές ασχολίες τους.

Είναι αναγκαίο επίσης για το παιδί να υπάρχει ένας ενήλικας που θα το εμποδίσει να έχει πολύ στενή και αποκλειστική σχέση με τον γονέα του. Είναι πολύ πιο υγιής και αναγκαία αντίδραση, η αποκατάσταση της προσωπικής ζωής των ενηλίκων, παρά μια μορφή "ψευδοαυτοθυσίας" που εκφράζεται συνήθως ως "εγώ για εσάς θυσιάστηκα και δεν ξαναπαντρεύτηκα". Εξάλλου, υπάρχουν αρκετά παιδιά που από μόνα τους εκφράζουν την επιθυμία να ξαναπαντρευτεί ο γονιός τους, μιας και αυτό τους απελευθερώνει συναισθηματικά και τους ανακουφίζει, διότι τους επανατοποθετεί στον ρόλο του παιδιού. Επίσης, τα παιδιά ψάχνουν για ένα πρότυπο του κάθε φύλου και δεν είναι απαραίτητο το πρότυπο αυτό ούτε να είναι ο γεννήτοράς, ούτε προϋποτίθεται να υπάρχει αγάπη μεταξύ αυτού και του παιδιού, αρκεί να αποφευχθεί η υπερβολική προσκόλληση υπερβολικά στον γονιό με τον οποίο ζει μαζί.


Το περιβάλλον λειτουργεί σαν προσάναμμα ή σαν εξισορροπιστής;

Οι οικογένειες καταγωγής των γονέων είναι κοντά στο παιδί, για να ανακουφίσουν τις ενοχές που μπορεί να αισθάνεται το ίδιο, να λύσουν με σεβασμό τις απορίες που μπορεί να τους τίθενται από το παιδί και να γίνουν ένα ακόμα πρότυπο ζευγαριού, όσο δύσκολα και προσωπικά μπορεί να βιώνουν το διαζύγιο του παιδιού τους. Χρειάζεται γενικά να λέγεται στο παιδί πως "δεν είναι επουδενί εκείνο η αιτία που χώρισαν οι γονείς του. Ακόμα και σε κάποιον φίλο του να συνέβαινε το ίδιο γεγονός, ούτε εκείνος θα ήταν η αιτία του διαζυγίου των γονέων του". Για παράδειγμα, σε περίπτωση που δεν εμφανιστεί ο γονιός που θα παραλάμβανε το παιδί, θα ήταν πολύ πιο βοηθητικό στα παιδιά να ακούσουν «Περίμενες τη μαμά σου/τον μπαμπά σου. Σε βλέπω που έχεις στενοχωρηθεί, ίσως και θυμώσει. Δεν ξέρω τι συνέβη και δεν ήρθε, αλλά μάλλον ο μπαμπάς σου/η μαμά σου δεν αντιλαμβάνεται πως αυτές οι επισκέψεις είναι σημαντικές για εσένα. Εάν θέλεις, γράψε του ή στείλ' του ένα σημείωμα ή μια ζωγραφιά, για να καταλάβει ότι είχες ανάγκη να την/τον δεις». Είναι καλό να αποφεύγονται από το περιβάλλον εκφράσεις όπως «τζάμπα περιμένεις» ή «δεν περίμενα κάτι καλύτερο».

Παιδιά από 0 έως 3 ετών

Ανεξαρτήτου ηλικίας τα παιδιά φαίνεται πως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο διαζύγιο απασχολούνται από παρόμοια ζητήματα.

Ποιος φταίει; Παρατηρείται συχνά στα παιδιά να ρίχνουν το φταίξιμο στον εαυτό τους «αν είμαι καλό παιδί, δεν θα τσακώνονται», ελπίζοντας έτσι πως έχουν μια μορφή ελέγχου σε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση που συμβαίνει στην οικογένειά τους. Εξωτερικά δείχνουν να συμμορφώνονται και να ικανοποιούν τους ενήλικες, αλλά εσωτερικά καταπιέζουν τις δικές τους ανάγκες, συμπεριφέρονται με αντιδραστικότητα και αποξένωση.

Με ποιον μοιάζω; Με τον καλό ή τον κακό γονιό; Τα παιδιά βίωνουν τη σχάση του καλού και του κακού γονέα και για τους δύο γονείς και δυσκολεύονται να βρουν πρότυπο να ταυτιστούν. Έτσι, συχνά αναζητούν την τελειότητα, τόσο στον εαυτό τους όσο και στους άλλους, χωρίς ωστόσο να νιώθουν πουθενά εμπιστοσύνη.

Ποιος λέει αλήθεια και ποιος ψέματα; Οι αντικρουόμενες πληροφορίες γεμάτες εχθρότητα και καχυποψία κλονίζουν την εμπιστοσύνη των παιδιών προκαλώντας συνεχή ανασφάλεια και επιφυλακή. Έτσι, στρέφονται μόνο στον εαυτό τους για να διαχειριστούν τα προβλήματα τους και να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα. Ενώ, ταυτόχρονα λειτουργούν συχνά με ωφελιμιστικό τρόπο, για να διατηρήσουν τον έλεγχο και την προβλεψιμότητα στη ζωή τους.

Πώς μπορούμε να είμαστε ασφαλείς τόσο εγώ όσο και οι γονείς μου; Επειδή η συναισθηματική επιβίωση εξαρτάται από τους γονείς τους, προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ενηλίκων για να διατηρήσουν την ασφάλεια και την ισορροπία.

Μέχρι 3 ετών, τα παιδιά προσπαθούν να συνθέσουν την εικόνα του καλού και του κακού γονέα, για να μπορέσουν να ωριμάσουν ψυχολογικά. Επειδή, όμως το διαζύγιο εκ των πραγμάτων επιφέρει την απουσία του ενός γονέα, είναι σημαντικό για εκείνα να ενδοβάλλουν την εικόνα του καλού γονέα, που μπορεί να σαμποτάρεται από την απουσία Αυτό σίγουρα δεν μπορεί να συμβεί, αν ο γονιός που είναι παρών παρουσιάζει τον απόντα ως μια τοξική και ανεύθυνη φιγούρα ή όταν εκτίθεται το παιδί σε βίαιες, λεκτικές και μη, συμπεριφορές. Ταυτόχρονα, σε αυτές τις ηλικίες τα παιδιά καλούνται να κατακτήσουν το στάδιο του «αποχωρισμού-εξατομίκευσης». Το στάδιο αυτό είναι επίσης θεμελιώδες για την ψυχολογική του ανάπτυξη. Επομένως, ο αγχωμένος γονιός που δυσκολεύεται να αποχωριστεί τα παιδιά του, όταν επισκέπτονται τον άλλον γονέα ή ο γονιός που δεν έχει περαιτέρω ενεργή ζωή, δεν είναι στάσεις και συμπεριφορές που βοηθούν στην κατάκτηση του σταδίου αυτού. Έτσι, τα παιδιά μπαίνουν σε σύγχυση, βιώνοντας την αυτονομία ως κακή, θεωρώντας ότι η εξατομίκευση και η ικανοποίηση του ενός ενήλικα σημαίνει πληγή και θυμό για τον άλλον γονέα.

Τα παιδιά θέλουν ασφάλεια και προβλεψιμότητα κι αυτά διασφαλίζονται μέσω της συνέχειας του σώματος, των συναισθημάτων, των ανθρώπων. Προκειμένου να διατηρηθεί η υπαρξιακά αναγκαία συνέχεια στον χώρο και στον χρόνο, η συναισθηματική συνέχεια και η κοινωνική συνέχεια του παιδιού, χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψιν οι συγκεκριμένες ανάγκες με πρακτικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα:

τα παιδιά χρειάζεται να διατηρήσουν το ίδιο δωμάτιο, καθώς επίσης και να έχουν δικό τους δωμάτιο στο νέο τους σπίτι.

είναι απαραίτητη η δημιουργία συγκεκριμένης ρουτίνας-τελετουργίας, η οποία θα υποστηρίξει την ικανότητα του παιδιού να αντέχει την εναλλαγή από το ένα σπίτι στο άλλο. Πιο συγκεκριμένα, ο γονιός ενημερώνει τα παιδιά για όλα όσα πρόκειται να συμβούν μέχρι να πάνε στο άλλο σπίτι καθώς και αυτά που θα κάνει ο ίδιος, όσο εκείνα θα απουσιάζουν. Για παράδειγμα «θα μου λείψεις και σκέφτομαι να πάω στη φίλη μου, για να τη δω και να περάσουμε καλά. Μετά που θα επιστρέψεις κι εσύ στο σπίτι, θα χαρώ πολύ να σε δω».

υπάρχουν επίσης μεταβατικά αντικείμενα στα οποία μπορεί το παιδί να είναι βαθιά προσκολλημένο. Μερικά από αυτά τα αντικείμενα μπορεί να τα μεταφέρει εναλλάξ από το ένα σπίτι στο άλλο προκειμένου να διατηρηθεί συνοχή μέσα του, για παράδειγμα το αγαπημένο του ζωάκι ή ένα συγκεκριμένο κουβερτάκι ή ένα βιβλίο. Στα μικρά παιδιά ενισχύεται η απόκτηση ενός τέτοιου αντικειμένου, σε περίπτωση που δεν έχουν επιλέξει κάποιο τα ίδια. Ομοίως, καλό θα είναι να υπάρξει και μια συγκεκριμένη τελετουργία, όταν το παιδί φτάνει στο σπίτι του άλλου γονιού και τοποθετούν παρέα τα πράγματά του.

ο γονιός που είναι απών, αναγνωρίζεται από τον γονιό που είναι παρών και ενισχύεται η επικοινωνία του με τα παιδιά. Περιπτώσεις κατά τις οποίες μερικοί γονείς αρνούνται να αναγνωρίσουν την ύπαρξη του άλλου γονιού ή που αρνούνται να δώσουν το τηλέφωνο στα παιδιά για να μιλήσουν μαζί του, σίγουρα δεν βοηθούν στην ψυχολογία των παιδιών.

Χρειάζεται επίσης ιδιαίτερη προσοχή με τα ρούχα των παιδιών, αφού συχνό θέμα που προκύπτει και που υποδαυλίζει τη συνέχεια των παιδιών, είναι η ολοκληρωτική αλλαγή των ρούχων τους από το ένα σπίτι στο άλλο, καθώς επίσης και σχόλια για το «καλό ζακετάκι που του αγόρασα εγώ».

η περίπτωση αλλαγής σχολείου και τόπου γενικότερα είναι καλό να αποφευχθεί. Αν κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο, ας δρομολογηθεί από τη νέα σχολική χρονιά, αφού πρώτα ολοκληρωθεί η κατάλληλη προετοιμασία.



Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page